- ἀκρομόλυβδον
- ἀκρομόλυβδοςleaded at edgemasc/fem acc sgἀκρομόλυβδοςleaded at edgeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρομόλυβδος — ἀκρομόλυβδος, ον (Α) αυτός που έχει μολύβι στην άκρη «ἀκρομόλυβδον δίκτυον» (Ανθ. Παλ. 6, 30). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + μόλυβδος] … Dictionary of Greek